λαισέ-φαιρ

λαισέ-φαιρ
το
(ξεν.) πολιτική βασιζόμενο στον ελάχιστο παρεμβατισμό τού κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τού γαλλ. laisser faire].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”